-
1 большой
επ., συγκρ. β. больший, больше, более1. μεγάλος, μέγας, τρανός•большой город μεγάλη πόλη•
-ые события μεγάλα γεγονότα•
-ое дело μεγάλη υπόθεση.
2. σημαντικός, αξιόλογος•большой ученый μεγάλος επιστήμονας•
большой негодяй μεγάλος παλιάνθρωπος•
большой плут μεγάλος απατεώνας.
3. μεγάλου αναστήματος, υψηλός•ты стал совсем большой εσύ ψήλωσες πολύ, έγινες άντρας, μεγάλος.
4. πολυάριθμος•-ое количество μεγάλη ποσότητα•
-ое знакомство πολλές γνωριμίες.
5. μεγάλος (ως αντώνυμο του μικρός)•большой театр το Μεγάλο θέατρο (σε αντίθεση με το Μικρό)•
-ая медведица η Μεγάλη Αρκτος.
6. ουσ. πλθ. -ие οι ηλικιωμένοι•-ие ушли, а дети остались дома οι μεγάλοι έφυγαν, οι δε μικροί έμειναν στο σπίτι.
εκφρ.большойая буква – το κεφαλαίο γράμμα•большой палец – το μεγάλο δάχτυλο (αντίχειρας)•большой свет – η ανώτερη κοινωνία•сам большой – παλ. ο κύριος εαυτού, νοικοκύρης, αφέντης. -
2 великий
επ., βρ: -лик, -а, -о и. –а, -о, πλθ. велики κ. велики, υπερθ. величайший.1. μέγας, μεγάλος•александр великий ο Μέγας Αλέξανδρος•
-ие люди οι μεγάλοι άνθρωποι•
ученый μεγάλος επιστήμονας.
2. πολύ μεγάλος, τρανός•великий праздник μεγάλη γιορτή•
у страха глаза -и οτο φόβο τα μάτια μεγαλώνουν, γουρλώνουν.
3. μεγαλύτερος του δέοντος•сапоги мне -и οι μπότες μου είναι μεγάλες.
εκφρ.от мала до -а – μικροί και μεγάλοι (όλοι)•- ое множество – μεγάλο πλήθος•к -ому – προς το μεγάλο•к -ому моему удивлению – προς μεγάλη μου κατάπληξη•великий пост – η Μεγάλη Σαρακοστή•- а важность – μεγάλη σπουδαιότητα. -
3 высокий
высо́к||ийприл1. в разн. знач. ὑψηλός:\высокийого роста ὑψηλοῦ ἀναστήματος· \высокийое давление ὑψηλή πίεση/ ἡ ὑπέρταση, ἡ ὑπερπίεση [-ις] (гипертония)· ток \высокийого напряжения ρεϋμα ὑψηλής τάσεως· \высокийая температу́ра ἡ ὑψηλή θερμοκρασία/ ὁ ὑψηλός πυρετός (больного)· \высокийая вода ἡ ὕψωση τῶν ὑδάτων, ἡ πλημμύρα, ἡ φουσ-κονεριά· \высокийие цены οἱ ὑψηλες τιμές· \высокийая йота ἡ ὑψηλή νότα·2. (превосходный) ἀνώτερος, ἀριστος:\высокийого качества ἀνωτέρας ποιότητας·3. (значительный) ὑψηλός, μεγάλος:\высокийое звание ὁ ὑψηλός τίτλος· \высокийая ответственность ἡ μεγάλη εὐθύνη· \высокийая честь ἡ μεγάλη τιμἤ занимать \высокий пост κατέχω ὑψηλο ἀξίωμα (или μεγάλη θέση)· ◊ \высокий стиль τό μεγαλοπρεπές ὕφος· \высокий гость ὁ ὑψηλός ξένος· \высокийие договаривающиеся стороны дип. τά ὑψηλά συμβαλλόμενα μέρη· быть \высокийого мнения о чем-л. ἐκτιμώ πολύ, ἔχω περί πολλού. -
4 высокий
επ., βρ: -сок, -сока, -соко/ και -со/ко, -соки/ και -со/ки; выше; высший κ. высочайший.1. (υ)ψηλός, υψιτενής•высокий дом ψηλό σπίτι•
высокий рост μεγάλο ανάστημα•
-ая гора ψηλό βουνό•
высокий потолок ψηλή οροφή•
-ое дерево ψηλό δέντρο.
2. μεγάλος•высокий урожай μεγάλη σοδειά•
-ое напряжение υψηλή τάση (ηλεκ. ρεύματος)•
-ая производительность труда υψηλή παραγωγικότητα της δουλειάς•
-ое давление μεγάλη πίεση•
-ая температура υψηλή θερμοκρασία.
3. πολύ καλός, εξαιρετικός• άριστος•-ая оценка υψηλή εκτίμηση•
товар -го качества εμπόρευμα εξαιρετικής ποιότητας.
4. πολύ μεγάλος•-ая честь μεγάλη τιμή•
высокий пост μεγάλο πόστο•
-ое звание υψηλός τίτλος•
-ая награда μεγάλο βραβείο•
высокий гость ο μεγάλος φιλοξενούμενος (επισκέπτης).
5. πανηγυρικός•высокий стиль υψηλό ύφος.
6. (για ήχους) λεπτός,οξύς.εκφρ.высокий лоб – φαρδύ (ψηλό) μέτωπο•- ая грудь – ψηλό (ορθό) στήθος•быть -го’мнения – έχω καλή γνώμη (για κάποιον). -
5 мчать
мчу, мчишьρ.δ.1. μ. μεταφέρω με μεγάλη ταχύτητα. || έλκω, σύρω με μεγάλη ταχύτητα• παρασύρω βίαια.2. βλ. мчаться.μεταβαίνω, πηγαίνω με μεγάλη ταχύτητα•лошади мчатся τα άλογα τρέχουν καλπασμό.
|| (για χρόνο) περνώ, διαβαίνω γρήγορα. -
6 промчать
ρ.σ.1. μεταφέρω με μεγάλη ταχύτητα.2. περνώ με μεγάλη ταχύτητα, καλπάζοντας.περνώ με μεγάλη ταχύτητα, καλπάζω. || διανύω, τρέχω γρήγορα..(για χρόνο) περνώ γρήγορα. -
7 партия
1. (определённое количество каких-л. товаров, предметов и т.п.) η παρ-τίδ/α 2. (одна игра) η παρτίδα, το παιγνίδι 3. (политическая организация) το κόμμα 4 муз. η (μουσική) παρτίδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > партия
-
8 спрос
η ζήτησ/ηпользоваться малым - ом έχω μικρή/ελάχιστη -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > спрос
-
9 Великобритания
-
10 выбор
выбор м 1) η εκλογή· у меня не было \выбора δεν μπορούσα διαφορετικά 2) (товаров и т. п.) η συλλογή в большом \выборе σε μεγάλη συλλογή 3) (отбор) το διάλεγμα на \выбор κατ' εκλογή* * *м1) η εκλογήу меня́ не́ было вы́бора — δεν μπορούσα διαφορετικά
2) (товаров и т. п.) η συλλογήв большо́м вы́боре — σε μεγάλη συλλογή
3) ( отбор) το διάλεγμαна вы́бор — κατ'εκλογή
-
11 вырастить
вырастить, выращивать ( ανατρέφω, μεγαλώνω· καλλι εργώ (растения)' \вырастить богатый урожай αποκτώ μεγάλη σοδιά* * *= выращивать(ανα)τρέφω, μεγαλώνω; καλλιεργώ ( растения)вы́растить бога́тый урожа́й — αποκτώ μεγάλη σοδιά
-
12 жара
-
13 зной
-
14 испытать
испытать, испытывать 1) δοκιμάζω (испробовать ) εξε τάζω (проверить) \испытать свой си лы δοκιμάζω τις δυνάμεις μου 2) (ощутить) νιώθω* αισθάνομαι (почувствовать) \испытать большое удовольствие αισθάνομαι μεγάλη ευχαρίστηση* * *= испытывать1) δοκιμάζω ( испробовать) εξετάζω ( проверить)испыта́ть свои́ си́лы — δοκιμάζω τις δυνάμεις μου
2) ( ощутить) νιώθω; αισθάνομαι ( почувствовать)испыта́ть большо́е удово́льствие — αισθάνομαι μεγάλη ευχαρίστηση
-
15 мчаться
-
16 напряжение
напряжение с 1) (усилие) η ένταση, η προσπάθεια' с большим \напряжением με μεγάλη προσπάθεια 2) эл. η τάση* * *с1) ( усилие) η ένταση, η προσπάθειαс больши́м напряже́нием — με μεγάλη προσπάθεια
2) эл. η τάση -
17 необыкновенный
необыкновенный ασυνήθιστος- εξαιρετικός, πρωτοφανής (исключительный)' \необыкновенный успех η μεγάλη (или εξαιρετική) επιτυχία* * *ασυνήθιστος; εξαιρετικός, πρωτοφανής ( исключительный)необыкнове́нный успе́х — η μεγάλη ( или εξαιρετική) επιτυχία
-
18 площадка
площадка ж: спортивная \площадка το γήπεδο· штрафная \площадка η μεγάλη περιοχή· строительная \площадка το οικόπεδο· лестничная \площадка το κεφαλόσκαλο* * *жспорти́вная площа́дка — το γήπεδο
штрафна́я площа́дка — η μεγάλη περιοχή
строи́тельная площа́дка — το οικόπεδο
ле́стничная площа́дка — το κεφαλόσκαλο
-
19 разница
разница ж η διαφορά* большая \разница (υπάρχει) μεγάλη- διαφορά, πολύ διαφέρει ◇ какая \разница? τι αλλάζει;* * *жη διαφοράбольша́я ра́зница — (υπάρχει) μεγάλη διαφορά, πολύ διαφέρει
••кака́я ра́зница? — τι αλλάζει
-
20 удобство
удобство с η άνεση, το κομφόρ* это большое \удобство είναι μεγάλη ευκολία* со всеми \удобствоами (о помещении) με ανέσεις* * *сη άνεση, το κομφόρэ́то большо́е удо́бство — είναι μεγάλη ευκολία
со все́ми удо́бствами (о помещении) — με ανέσεις
См. также в других словарях:
Μεγάλη Ελλάς — Ονομασία για το σύνολο των ελληνικών αποικιών στη νότια Ιταλία. Πρωτοαναφέρθηκε για πρώτη φορά από τον Πολύβιο τον 2ο αι. π.Χ. · αρχαιότερος, αντίθετα, φαίνεται ο όρος Ιταλιώται, ο οποίος αποδιδόταν στους Έλληνες που ήταν μόνιμα εγκαταστημένοι σε … Dictionary of Greek
Μεγάλη Άρκτος — Βλ. λ. Άρκτος, Μεγάλη … Dictionary of Greek
Μεγάλη Ιδέα — Πολιτικό και εθνικό ιδεώδες που διαδόθηκε στον ελληνικό κόσμο στις αρχές του 19ου αι. και διήρκεσε έως την τρίτη δεκαετία του 20ού αι. Ο όρος Μ.I. ανάγεται στον 19ο αι. και αποδίδεται στον Κωλέττη, αλλά η ύπαρξη και η επίδραση που άσκησε στους… … Dictionary of Greek
Μεγάλη Χώρα — Sp Megãli Chorà Ap Μεγάλη Χώρα/Megali Chora L V Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Μεγάλη Παναγία — Sp Megãli Panagijà Ap Μεγάλη Παναγία/Megali Panagia L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Μεγάλη Άδα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 9 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται σε απόσταση 25 χλμ. ΒΑ της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κομοτηνής … Dictionary of Greek
Μεγάλη Αλμυρή Λίμνη — (Great Salt Lake). Αλμυρή και αβαθής λίμνη (περ. 4.403 τ. χλμ.) των ΗΠΑ. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της πολιτείας Γιούτα, στους πρόποδες της οροσειράς Γουόσατς και σε μέσο υψόμετρο 1.280 μ. Η επιφάνειά της αυξομειώνεται κατά καιρούς. Η Μ.Α.Λ.… … Dictionary of Greek
Μεγάλη Αυλή — Οικισμός (113 κάτ.) του νομού Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κερατέας της νομαρχίας Ανατ. Αττικής … Dictionary of Greek
Μεγάλη Βόλβη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 198 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στις όχθες της λίμνης Βόλβης, σε απόσταση 60 χλμ. ΒΑ της Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ρεντίνας … Dictionary of Greek
Μεγάλη Βρετανία — Ονομασία που έχει επικρατήσει στην καθομιλουμένη για το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας. Βλ. λ. Ηνωμένο Βασίλειο … Dictionary of Greek
Μεγάλη Βρύση — I Ακατοίκητος οικισμός του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αφετών. II Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 620 μ., 984 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται σε απόσταση 31 χλμ. ΝΔ του… … Dictionary of Greek